Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες – άδειες και αυτές – που ηχούν και που
της προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με την μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια, τα καλύβια και της στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνονται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πως γεννήθηκαν, πως δυναμώσανε τα παιδιά μας?
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατέβουμε να
ανασάνουμε.. βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τελείωσαν..
σώματα που δεν ξέρουν πια πως ν’αγαπήσουν.
Γεώργος Σεφέρης (1900 – 1971)
Our country is enclosed, all mountains
which have the low sky for a roof day and night.
We have no rivers, we have no wells, we have no springs,
only a few cisterns – and these empty – which echo and
which we worship.
A sound stagnant, hollow, the same as our loneliness
the same as our love, the same as our bodies.
We find it strange that once we were able to build
our houses, huts and sheepfolds.
And our marriages, the cool coronals and the fingers
become enigmas inexplicable to our soul.
How were our children born, how did they grow?
Our country is enclosed. The two black Symplegades
enclose it. When we go down to the harbors on Sunday
to breathe, we see alight in the sunset,
the broken timbers of voyages unfinished,
bodies that no longer know how to love.
George Seferis (1900 – 1971)
Translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard