Ένα από τα πιο ονομαστά γλυπτά του Γιαννούλη Χαλεπά, η Κοιμωμένη, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων
τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του,
Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο
Βουκουρέστι, την
Σμύρνη και τον
Πειραιά. Ο
Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει
γλυπτική.
Από το
1869 έως το
1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον
Λεωνίδα Δρόση. Το
1873 έφυγε για το
Μόναχο με υποτροφία του
Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο
Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του
Το παραμύθι της Πεντάμορφης και
Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε. Παρουσίασε επίσης τον
Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της
Φιλοστοργίας, στην
Έκθεση των Αθηνών το έτος
1875.
Το
1876 επέστρεψε στην
Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το
1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον
Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την
Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την
Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Τον χειμώνα του
1877 προς
1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την
ψυχολογία και την
ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην
Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην
Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το
1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο
Δημόσιο Ψυχιατρείο της
Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το
1942.
Το
1901, πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον πάρει πίσω μαζί της στον
Πύργο της Τήνου. Στην
Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε.
Όταν πέθανε η μητέρα του το
1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Το
1923, ο
Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην
Ακαδημία Αθηνών το
1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το
1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «
Βαν Γκογκ», τον «
Ροντέν» ή τον «
Πικάσο» των νεοτεριστών καλλιτεχνών. Το
1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο
Άσυλο Τέχνης, και το
1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην
Αθήνα.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα»
Sculpture of a sleeping woman at the
First Cemetery of Athens.
Giannoulis Chalepas is for Modern Greek sculpture its great tragic myth. The talented young artist with the tremendous recognition, the tragic fate, the madness and the solitariness, the mother who destroyed his works, forbade him to sculpt and who is seen as tantamount to Medea; last, the discovery of the now old Giannoulis, his comeback, with the extraordinary works of the final years, and the acclaim. Dithyrambic critiques of his Sleeping Girl and emotion over his tragic fate. This is Chalepas for Greeks as a whole, a figure from a novel with attributes of a saint, who continues to move specialists, artists as well as the man in the street. And yet it is little known that the greater part of Chalepas oeuvre was created on Tinos and in Athens after his discharge from the Corfu Mental Hospital, that this oeuvre is of special importance for Modern Greek sculptures and that it is linked closely with the island of Tinos. The twenty-one sculptures by Chalepas in the permanent exhibition of the Cultural Foundation of Tinos, in the Chora of Tinos, comprise a unique ensemble which presents precisely this side of his work.
Giannoulis Chalepas was born in 1851 at Pyrgos on Tinos, a place with a particular tradition in art and especially sculpture in the 19th century; Philippotos, Chalepas Vitalis, Sochoi and others, to mention only the best-known names, hailed from Pyrgos, Ysteria, the area of Panormos on Tinos. Giannoulis was the eldest of the six children of Ioannis Chalepas, architect and marble-sculpture , who created one of the most important marble-carving workshops in the second half of the nineteenth century, active in Aegean , Smyrna and the Asia Minor littoral, on Mount Athos, in Bucharest, Syros, Athens, Piraeus and elsewhere (Goulaki-Voutyra 1989). This was the environment in which Giannoulis grew up and got to know his art. He studied sculpting at the school of Fine Arts in Athens, under the tutelage of Leonidas Drisis (1869-1872), and in 1873, with a scholarship from the holy foundation of the Evangelistria in Tinos, he continued his studies in the Academy of Munich, under Max Windmann. In 1874, he was awarded first prize by the Academy for his work Fairy Tale of Sleeping Beauty. His scholarship was cut in 1876, obliging him to return to Athens, where he began to work in the paternal workshop. In 1877, the year he sculpted the Sleeping Girl, the first symptoms appeared of the illness which led to his committal to the Corfu Mental Hospital in 1888. After the death of his father (1901), his mother brought him to Tinos, where he lived in the family home from 1902 until 1930. His mother died in 1916 and dated works by Chapels survive from 1918. In 1925 an exhibition of his works was held in the Academy of Athens, which institution awarded him its highest prize for artistic excellence in 1927. In 1928 a second exhibition was organized in the Greek capital, in the Art Asylum. In 1930, his niece Irene V. Chalepas brought him to Athens, were he lived for the last creative years of his life in warm bosom of her family, having earned general acclaim. He died in September 1938.